- σωματομετρία
- Μια από τις μεθόδους της σωματολογίας. Η σ. αναφέρεται στο σύνολο των μετρήσεων με τις οποίες μελετούμε τις σωματικές ποικιλίες των ανθρώπων, ποσοτικά, κατά τα διάφορα χαρακτηριστικά που μπορούν να μετρηθούν ακριβώς. Η σ. λέγεται και νεκρομετρία, όταν τα πορίσματα της βασίζονται στη μελέτη νεκρών σωμάτων. Στη σ. χρησιμοποιούνται ορισμένα εργαλεία (ανθρωπόμετρο κ.ά.). Η σ. χρησιμοποιείται στην ιατροδικαστική, στις έρευνες για τον καθορισμό της ταυτότητας ενός ατόμου και σε άλλες, ανάλογες, περιπτώσεις.
* * *η, Ντο σύνολο τών μεθόδων μέτρησης τού ανθρώπινου σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatometry (< σώμα, σώματος + -μετρία*)].
Dictionary of Greek. 2013.